ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΣ
Φίλοι Δημοτικού Ωδείου Άργος
16/12/2025 13:50
1 '
Πιστοί στην προσπάθειά μας να παρουσιάζουμε ταλαντούχους ανθρώπους που είτε κατάγονται από την πόλη μας είτε ζουν και δραστηριοποιούνται σ’ αυτήν, το Σάββατο, 13.12.2025, στην φιλόξενη αίθουσα εκδηλώσεων του Επιμελητηρίου Αργολίδας Επιμελητήριο Αργολίδας ο Σύλλογος μαζί με τον Όμιλο Αργολικών Μελετών και Τεκμηρίωσης και τις Εκδόσεις Καστανιώτη Εκδόσεις Καστανιώτη διοργανώσαμε την παρουσίαση του καινούριου βιβλίου της Λίλας Κονομάρα «Μια τρίχα που γίνεται άλογο».
Ο κοινωνιολόγος Γιώργος Κόνδης Georgios Kondis και η κλινική ψυχολόγος Νάντια Τσουλουχά Nadia Tsoulouha παρουσίασαν μοναδικά το βιβλίο. Η συγγραφέας διάβασε αποσπάσματα και ακολούθησε εποικοδομητική συζήτηση. Marios Moisidis
Ευχαριστούμε πολύ τους Δημοτικούς Συμβούλους, κ. Φώτη Κολεβέντη και κ. Παναγιώτη Μπουλούκο, τους εκπροσώπους συλλόγων της πόλης μας και τους φίλους του συλλόγου μας που μας τίμησαν με την παρουσία τους.
Επίσης ευχαριστούμε πολύ το Επιμελητήριο Αργολίδας για την παραχώρηση της αίθουσας και την συνεργασία.
Ακολουθούν οι παρουσιάσεις:
Γιώργος Κόνδης
Καλησπέρα σας, ευχαριστώ για την πρόσκληση συμμετοχής στην αποψινή παρουσίαση και για την φιλοξενία του Επιμελητηρίου Αργολίδας.
Θυμάμαι την εντύπωση που μου έκανε η ενημέρωση από φίλη ψυχίατρο στο Δαφνί για την ύπαρξη δεκάδων χειρογράφων μεταξύ των οποίων και χειρόγραφα κείμενα του Γεωργίου Βιζυηνού σε σακούλες σκουπιδιών πεταμένα σε κάποιο απομονωμένο κτίριο. Δεν γνωρίζω τι απέγιναν. Δεν γνωρίζω αν γράφτηκε κάτι σε σχέση με αυτά ή από αυτά. Όμως το νέο λογοτεχνικό έργο της Λίλας Κονομάρα μου θύμισε και πάλι την ιστορία αυτή και κυρίως με βοήθησε, μετά από μια πρώτη ανάγνωση, να γνωρίσω καλύτερα αυτή την ιδιαίτερη σχέση της λογοτεχνίας και της ψυχικής ασθένειας. Εξάλλου πολύ μεγάλοι συγγραφείς έχουν χρησιμοποιήσει στο έργο τους αυτό που με γενικό τρόπο εμείς ονομάζουμε «τρέλα»: ο Νικολάι Γκόγκολ με το «ημερολόγιο ενός τρελού», ο Τενεσή Γουίλιαμς με το «Ξαφνικά πέρυσι το καλοκαίρι», η Βιρτζίνια Γουλφ με το «Φάρο» και φυσικά ο αξεπέραστος Ντοστογιέφσκι με τις ψυχογραφίες του Γκολιάτκιν στον «Σωσία» ή του Ρασκόλνικοφ στο «Έγκλημα και Τιμωρία» και του Σταβρόγκιν στους «Δαιμονισμένους», για να αναφερθώ σε μερικά μόνο κλασικά έργα.
Αυτό λοιπόν που ονομάζουμε τρέλα με γενικόλογο τρόπο αποτελεί μια εξαιρετικά ενδιαφέρουσα επιλογή στο χώρο της λογοτεχνίας η οποία εμφανίζεται αρκετά νωρίς και εξελίσσεται παράλληλα με τις περιρέουσες συνθήκες, τις κοινωνικές, τις οικονομικές και επίσης τις επιστημονικές, καθώς τρέλα και τρελός, αποτελούν αντικείμενα διαπραγμάτευσης μεταξύ των εξουσιών και των λογικών, των ψυχικά υγειών, πολιτών. Η Ιστορία της Τρέλας του Μισέλ Φουκώ αποτελεί μια βασική φιλοσοφική και ανθρωπολογική προσέγγιση για τα θέματα αυτά διερευνώντας για πρώτη φορά διεξοδικά σημαντικά ζητήματα όπως αυτό του εγκλεισμού για το οποίο μιλάει επίσης η Λίλα Κονομάρα στη νουβέλα της. Στην ελληνική λογοτεχνία έχουμε επίσης εξαιρετικές περιπτώσεις δημιουργών που όχι μόνο έγραψαν για την ασθένεια της ψυχής, αλλά βρέθηκαν έγκλειστοι στα ψυχιατρεία της χώρας με το πιο γνωστό από αυτά, το Δρομοκαΐτειο. Χαρακτηριστικές περιπτώσεις εκείνη του Γεωργίου Βιζυηνού που πεθαίνει σε ηλικία 47 ετών το 1896 μετά από 4 χρόνια εγκλεισμού στο Δρομοκαΐτειο Ψυχιατρείο, ο Γιώργης Ζάρκος που αποτελεί και μια από τις σημαντικότερες φωνές καταγγελίας των συνθηκών διαβίωσης εντός των ψυχιατρικών δομών και κυρίως ο ποιητής και πεζογράφος Ρώμος Φιλύρας που πεθαίνει στο Δρομοκαΐτειο μετά από 16 χρόνια εγκλεισμού.
Στην σημαντική αυτή λογοτεχνική εμπειρία έρχεται να προστεθεί η εξαιρετική νουβέλα της Λίλας Κονομάρα καλύπτοντας ένα μεγάλο μέχρι τώρα κενό. Είναι, δηλαδή, μεγάλο το διάστημα όπου δεν είχαμε δει περίπτωση ψυχικής ασθένειας να οργανώνει το λογοτεχνικό παιχνίδι ανάμεσα στο πραγματικό και το φανταστικό, τη λέξη και την πράξη. Ταυτόχρονα, πάει επίσης καιρός όπου ένας λογοτέχνης δεν έθεσε στο επίκεντρο των αναζητήσεών του την ψυχική ασθένεια. Κι αυτό είναι ένα ερώτημα που μπορεί αρχικά να γίνει στη συγγραφέα: γιατί η επιλογή αυτή;
Μια πρώτη εξήγηση δίνεται σε πρόσφατη συνέντευξη στο περιοδικό Περί Ου όταν της γίνεται η ερώτηση για τον αινιγματικό τίτλο του νέους της έργου. Η συγγραφέας απαντά:
Η ανθρώπινη ύπαρξη έχει πολλές πτυχές, ορίζεται από πολλές διαστάσεις. Ο νους αφηγείται μια ιστορία, το σώμα μια άλλη, το ασυνείδητο μια τρίτη, το ίδιο και το ά-λογο ή το όνειρο. Η συγγραφή είναι μια συνεχής προσπάθεια να δημιουργηθεί μια συνομιλία ανάμεσα σε όλες αυτές τις αφηγήσεις. Αντλεί από την πραγματικότητα, αλλά εξίσου και κυρίως από όλα όσα βρίσκονται πέρα απ’ αυτήν, τις κρυφές επιθυμίες και τα όνειρα, τους ανομολόγητους φόβους που κάνουν το σώμα να πάσχει, το άρρητο ή το ψυχικό σύμπτωμα που είναι κι αυτό μια γλώσσα και αποκαλύπτει κάτι πολύ σημαντικό, βαθιά θαμμένο.
Στην απάντηση αυτή βρίσκονται, μερικώς τουλάχιστον, τα αρχικά ερεθίσματα της συγγραφής: η γλώσσα που εμφανίζεται ως ή με το ψυχικό σύμπτωμα και το βαθύτερο νόημα αυτού του συμπτώματος που είναι βαθιά θαμμένο και μόνο μερικές ενδείξεις κάθε φορά διαφορετικές, άλλοτε απαλές, άλλοτε βίαιες, φέρνουν στην επιφάνεια την μη κανονικότητα, το ά-λογο της ύπαρξης. Το λογοτεχνικό υφαντό προσπαθεί να αναδείξει τη σημασία της αντιστροφής του «λογικού» από το «παράλογο» και να πλέξει με μια βελονιά το οικείο και το ξένο, τον φόβο και την κατανόηση. Όπως ακριβώς μια λεπτή γραμμή, μια τρίχα που ξεκινά να σχεδιάζεται πάνω στο χαρτί για να καταλήξει τελικά να γίνει άλογο. Όπως οι μονοκονδυλιές μεγάλων καλλιτεχνών όπου η τρίχα καταλήγει να γίνεται σώμα ή πρόσωπο, άνθρωπος ή ζώο. Συνδέεται, από την άποψη του φαντασιακού και του συμβολικού, με την αντιστροφή των σχημάτων και την αντίθεση αρνητικού και θετικού. Ένα σχέδιο δύσκολο, μια διαδικασία περίπλοκη όσο και η λογοτεχνική της αποτύπωση.
Η Λίλα Κονομάρα τοποθετεί σε πρώτο πλάνο τη σχέση δυο αδελφών, του Νίκου και του Λευτέρη, ενός ανθρώπου λογικού και εργαζόμενου και ενός ψυχικά ασθενούς, τρελού, τον οποίο η αντιστροφή της πραγματικότητας και του κόσμου μέσα στον οποίο ζει, καθώς και η άρνηση να τον αποδεχτεί, θα τον οδηγήσει στο περιθώριο, την εξαθλίωση, τον εγκλεισμό, την αυτοκαταστροφή. 9 ημέρες, που δεν έχουν πραγματικό χρονικό αντίκρισμα, είναι ο χρόνος μέσα στον οποίο ο Λευτέρης βάζοντας φωτιά στο διαμέρισμα που μένει και προσπαθώντας να κάψει κάθε τεκμήριο ενός παράλογου κόσμου και κάθε προσωπικής επαφής με τον κόσμο αυτό, βρίσκεται σε κώμα, μεταξύ ζωής και θανάτου στο νοσοκομείο και μια λογική αστυνομία να ερευνά αν ο παραλογισμός της φωτιάς ήταν εσκεμμένος ή αποτέλεσμα κρίσης ενός… τρελού.
9 ημέρες στην εντατική ο Νίκος βλέπει στο πρόσωπο του αδελφού του ολόκληρη τη ζωή τους, από τη στιγμή που ξεκινά ως τρίχα μέχρι την μορφοποίησή της σε άλογο! Μια διαδικασία ονειρική, η οικογένεια, οι θείες και θείοι, η γιαγιά και ο παππούς, η γειτονιά, η πόλη και οι προσπάθειες των δυο αδελφών να κρατήσουν ζωντανή τη σχέση τους σε μια κατάσταση που παραπέμπει με διάφορους τρόπους στο θάνατο. Η διευρυμένη οικογένεια αποτελεί από μόνη της μια γειτονιά και η συγγραφέας μας την περιγράφει εξαιρετικά σε μια από εκείνες τις τριώροφες πολυκατοικίες που γνωρίσαμε, λίγο πολύ παντού στην Ελλάδα, και στις οποίες ζούσαν συγγενικά πρόσωπα. Μέσα στο πλαίσιο αυτό, η ψυχική ασθένεια σημαδεύει τη διαδρομή των μελών της οικογένειας σε κάθε βήμα της. Υπάρχουν όμως και ιδιαίτερες περιπτώσεις του άμεσου περιβάλλοντος των δυο αδελφών. Κάτι σαν DNA, σαν ψυχική προδιάθεση θα λέγαμε. Μια απλή μελαγχολία και θλίψη μετατρέπεται σε βαριάς μορφής κατάθλιψη και σχιζοφρένεια. Η μητέρα πεθαίνει μέσα στη σιωπή που της επιβάλει η βαριά κατάθλιψη. Λίγο καιρό μετά ο πατέρας θα αυτοκτονήσει ρίχνοντας το αυτοκίνητό του στο γκρεμό. Θα ακολουθήσει ο Λευτέρης βάζοντας φωτιά στα χαρτονομίσματα από την κληρονομιά και την πώληση ενός σπιτιού.
Ο Νίκος τα ξαναζεί όλα για δεύτερη φορά σε μια διαδικασία που διακόπτεται κυρίως από τον ανακριτή και τους γιατρούς που τον ενημερώνουν. Ταυτόχρονα, η ψυχίατρος που ασχολείται με την υπόθεση του Λευτέρη, μεταφέρει τις συνεδρίες της σε δεύτερο πρόσωπο … στο Νίκο. Μια ψυχίατρος αριστοτεχνικά πανταχού παρούσα στο κείμενο! Η λογοτεχνική γραφή καταγράφει τις σκέψεις του Νίκου που ξαναζεί τα γεγονότα και ξαφνικά μια ερώτηση, μια κατάφαση, μια υπόδειξη, μεταφέρουν τον αναγνώστη στο γραφείο της ψυχιάτρου διαπιστώνοντας πως τελικά οι σκέψεις του Νίκου είναι εξομολογητικές διηγήσεις προς αυτήν. Η ψυχίατρος παρεμβαίνει στο κείμενο δημιουργώντας έναν διάλογο εκεί που δεν το περιμένεις και διατηρεί ζωντανή και ενδιαφέρουσα τη διήγηση.
Η Λίλα Κονομάρα καταφέρνει σε όλο το βιβλίο να μας μεταφέρει το βάθος της έντασης που βιώνεται σε μια αδελφική σχέση στην οποία σταδιακά παρεμβαίνουν ζητήματα ψυχικής ασθένειας. Η οπτική της συγγραφέως στηρίζεται περισσότερο στην δομή και τη λειτουργία της διευρυμένης οικογένειας, παρά στην κοινωνία και τις αντιθέσεις της. Υπάρχουν δε κορυφαίες στιγμές στο λογοτεχνικό υφαντό, όπου ο λόγος καταφέρνει να μορφοποιήσει σε εικόνα τη δύναμη της ψυχικής ασθένειας είτε επικεντρώνοντας στο ίδιο το πρόσωπο: Ο Λευτέρης, γράφει, ήταν προικισμένο παιδί… λύνει τη μια άσκηση μαθηματικών μετά την άλλη… οι επιδόσεις του άριστες, οι προσδοκίες των γύρω πολύ υψηλές… Ο Λευτέρης όμως ποτέ δεν φαινόταν ικανοποιημένος από το αποτέλεσμα. Πηγαινοερχόταν μέσα στο σπίτι σαν άγριο θηρίο. Υπήρχε μια λύση που δεν ερχόταν, και η αναζήτησή του πυρετώδης, εμμονική, αναπτυσσόταν μέρα με τη μέρα σε κύκλους όλο και πιο έντονους, πιο σφιχτούς… Η μητέρα έλεγε ότι ο Λευτέρης είναι μια ξέχειλη ψυχή.
Αν το παραπάνω απόσπασμα παραπέμπει στα αρχικά ενδεικτικά στάδια της ψυχικής ασθένειας, υπάρχει και ένα δεύτερο που το θεωρώ αξεπέραστο για τη συμβολική του διάσταση και τον δεξιοτεχνικό λογοτεχνικό τρόπο με τον οποίο αποτυπώνεται η εσωτερική διαπάλη. Ο Λευτέρης πηγαίνει για ένα διάστημα συχνά στην κεντρική κρεαταγορά.
Θα σας αφήσω να ανακαλύψετε μόνοι σας το υπόλοιπο απόσπασμα που μπορεί να φαίνεται και ν ’ακούγεται τρομαχτικό – και είναι – αλλά σπάνια λογοτεχνικό κείμενο στοχεύει με συγκεκριμένες λέξεις τόσο δεξιοτεχνικά τα αθέατα σημάδια της αγωνιούσας ψυχής.
Είναι πολλά και εξαιρετικά τα λογοτεχνικά περάσματα που αποτυπώνουν δυνατές ψυχολογικές στιγμές σε συγκεκριμένες εικονο-περιγραφές. Για παράδειγμα, μια από τις πιο δυνατές στιγμές είναι η περιγραφή του διαμερίσματος του Λευτέρη μετά τη φωτιά και την απόπειρα αυτοκτονίας του. Ένας χώρος βρωμερός, όπου η εγκατάλειψη αποτελεί τον καθρέπτη της εσωτερικής πάλης που για ένα διάστημα όριζε τον χώρο και τον χρόνο.
Τίποτα δεν σκουπίζεται, μια ζωή θρύψαλα, δεν τη χωράει καμιά σακούλα. Τίποτα δεν πλένεται, δεν φυλάγεται για την επόμενη φορά. Δεν υπάρχει επόμενη φορά.
Η ψυχίατρος παρεμβαίνει και πάλι για να δηλώσει την αδυναμία των ψυχιατρικών δομών να βοηθήσουν.
Οι θέσεις ελάχιστες, οι αιτήσεις εκατοντάδες. Κάποιες απόπειρες έπεσαν στο κενό. Άλλες αποδείχτηκε ότι λειτουργούν μάλλον στα χαρτιά παρά στην πραγματικότητα. «Επανένταξη», «ενσωμάτωση», «κοινωνικοποίηση», όλα αυτά ακούγονται πολύ ωραία. Το μόνο που καταφέρνουν είναι να αφυπνίζουν την οδύνη.
Τελειώνοντας, τη δική μου εννιάμερη επίσκεψη στην εντατική παρακολουθώντας τη μάχη του Λευτέρη και την προσπάθεια του Νίκου να ξαναπιάσει το νήμα της ζωής από την αρχή, θα αναφερθώ σε μια ακόμη εξαιρετική στιγμή και ταυτόχρονα μια αιωνιότητα: Είναι η πολύ δυνατή στιγμή στο τέλος του κειμένου όπου τα δυο αδέλφια εγκαταλείπουν τον πραγματικό κόσμο, του νοσοκομείου, της εντατικής και βρίσκονται ήδη στο επέκεινα, σε έναν κόσμο όπου η ζωή ξαναρχίζει με άλλους όρους, απαλλαγμένη από τα βαρίδια της προηγούμενης.
Τι λες Λευτέρη παίζουμε; ρωτάει ο Νίκος. Για λίγο, έστω για λίγο, μόνο εσύ κι εγώ, μια τελευταία φορά πιασμένοι χέρι-χέρι, πριν ξυπνήσεις και αποτύχουμε ξανά, πριν πεθάνεις και γίνουν όλα ανεπανόρθωτα.
Εξαιρετικό και Καλοτάξιδο κυρία Κονομάρα.
Νάντια Τσουλουχά
Μια τρίχα που γίνεται άλογο
Στο μια τρίχα που γίνεται άλογο, η συγγραφέας δεν αφηγείται απλώς μια ιστορία, διερευνά ψυχισμούς που υποφέρουν, θρυμματίζονται, αναζητούν σύνδεση αλλά και θεραπεία, φωτίζοντας περιοχές της εμπειρίας που συνήθως παραμένουν κρυμμένες: την ψυχική ευθραυστότητα, τις οικογενειακές σιωπές, το στίγμα γύρω από την ψυχική ασθένεια, την αδυναμία να δώσει κανείς νόημα μέσα σε έναν κόσμο που δεν απέκτησε ποτέ συνοχή και συνεκτικότητα.
Η αφήγηση αρνείται τη γραμμικότητα. Με τις συνεχείς μετατοπίσεις μπρος–πίσω στον χρόνο, παραπέμπει στον τρόπο που λειτουργεί το ασυνείδητο: άχρονο, πάντα ενεργό, σαν μια υπόγεια ροή που δεν παύει ποτέ να κινείται. Οι χρονικές παλινδρομήσεις δεν είναι απλά λογοτεχνικό εύρημα αλλά ψυχικό μοτίβο, μίμηση της ίδιας της διαδικασίας με την οποία το άτομο αναμετριέται με τα τραύματά του και τις μνήμες του. Το παρελθόν εισβάλλει στο παρόν χωρίς προειδοποίηση. Οι μνήμες, οι ρωγμές που δεν επουλώθηκαν, οι αλήθειες που ποτέ δεν ειπώθηκαν αναδύονται απότομα. Έτσι, ο χρόνος στο κείμενο δεν κυλά, κυκλοφορεί, μια ζώσα επιφάνεια όπου το τότε συνομιλεί αδιάκοπα με το τώρα, όπως ακριβώς συμβαίνει στα βάθη του ανθρώπινου ψυχικού κόσμου.
Η ψυχική οδύνη
Στον πυρήνα του έργου βρίσκεται η ψυχική ασθένεια – όχι απλά ως διάγνωση, αλλά ως υπαρξιακό βίωμα. Οι χαρακτήρες βρίσκονται σ΄ έναν αδιάκοπο διάλογο με τον εαυτό τους και τους σημαντικούς Άλλους, σε μια εσωτερική πάλη που ποτέ δεν φτάνει σε κάθαρση. Η μεταφορά της «τρίχας που έγινε άλογο» συλλαμβάνει αυτό ακριβώς: το πώς μια λεπτή, φαινομενικά ασήμαντη ρωγμή μπορεί να αποκτήσει τρομακτικές διαστάσεις: πώς το μικρό γίνεται απειλητικό, το ασήμαντο αποκτά δική του ζωή, το άρρητο, το μη λεχθέν μετατρέπεται σε θεριό που ακολουθεί κάθε βήμα του ανθρώπου.
Οι ήρωες στερούνται όχι μόνο τα εργαλεία, αλλά και το δικαίωμα να μιλήσουν για την οδύνη τους. Το περιβάλλον τους –οικογενειακό και κοινωνικό– απαιτεί σιωπή και συμμόρφωση. Έτσι, η ένταση δεν εκτονώνεται, ανακυκλώνεται και επιστρέφει εντονότερη, μεταμορφωμένη, πιο επώδυνη. Η ψυχική δυσφορία παρουσιάζεται ως αργή, υποδόρια διεργασία. Δεν εκρήγνυται μια φορά – υποβόσκει χρόνια, σαν φωτιά που καίει χωρίς φλόγες. Και όταν εκρήγνυται το κάνει βίαια. Αλλά η εσωτερική διάλυση έχει συντελεστεί πολύ νωρίτερα: ο Λευτέρης φλεγόταν για χρόνια εντός του.
Ένα από τα σημαντικότερα θέματα του έργου είναι η μάχη των ανθρώπων να δομήσουν την ψυχική τους ταυτότητά σε ένα ενιαίο σύνολο. Οι ήρωες προσπαθούν να νοηματοδοτήσουν όχι μόνο τα συμβάντα της ζωής τους αλλά και την ίδια τους την ύπαρξή μέσα σε ένα περιβάλλον που δεν επιτρέπει τη νοηματοδότηση αλλά ευνοεί τη σύγχυση. Το κενό γίνεται ρωγμή και η ρωγμή χάσμα. Το αποτέλεσμα είναι ένας βαθύς ψυχικός κατακερματισμός: άλλο πρόσωπο για την κοινωνία, άλλο για την οικογένεια, άλλο για τον εαυτό – και κανένα αληθινά δικό τους. Οι χαρακτήρες προσπαθούν να καταλάβουν όχι μόνο ποιοι είναι, αλλά και αν έχει σημασία το ότι υπάρχουν όπως υπάρχουν. Η ματαίωση είναι διαρκής. Ο ταλαντούχος Λευτέρης, εγκλωβισμένος στην εμμονική ανάγκη εύρεσης νοήματος και λύσης, απομακρύνεται όλο και περισσότερο από τον εαυτό του, «οι σκέψεις του – γράφει η συγγραφέας – δεν έχουν τόπο να κουρνιάσουν». Τελικά για να αντέξει, αποσυνδέεται. Καταλήγει να νοσεί.
Οικογένεια
Το κείμενο σκιαγραφεί με εντυπωσιακή ευαισθησία την ελληνική οικογένεια ως ένα πεδίο όπου τα συναισθήματα δεν αρθρώνονται, οι πληγές δεν αντιμετωπίζονται, τα τραύματα δεν ονομάζονται, μεταφέρονται διαγενεακά από τον πάνω όροφο της πολυκατοικίας στον κάτω. Οι σιωπές δεν είναι απουσίες, είναι κανόνες. Ό, τι δεν ονομάζουμε νομίζουμε πως δεν υπάρχει.
Η μητέρα, παγιδευμένη στη δική της κατάθλιψη, παραγκωνισμένη και συναισθηματικά αφρόντιστη, αγαπά τα παιδιά της αλλά τα αγαπά με τρόπο τυραννικό. Ο πατέρας –σιωπηλός, επικριτικός, απαιτητικός– κρατά τις αποστάσεις του εγκαθιδρύοντας ένα κλίμα που δεν επιτρέπει τη συναισθηματική έκφραση. Η οικογένεια μοιάζει να ακροβατεί, όλοι φοβούνται την έκρηξη, ενώ η έκρηξη έχει ήδη συντελεστεί μέσα τους. Κάθε παιδί παίρνει τη θέση που του δόθηκε. Ο Λευτέρης γίνεται φροντιστής της μητέρας, ταυτίζεται με τις επιθυμίες της για να λάβει την αποδοχή και την αγάπη της θυσιάζοντας τον εαυτό του σε μια σχέση που τον αδειάζει. Ο Νίκος παίρνει τον ρόλο του «καλού παιδιού», του συμμορφωμένου, αυτού που «αντέχει», που δεν ζητά τίποτα, που ζει παγιδευμένος στις προσδοκίες των άλλων, που βιώνει την ύπαρξη του ως σφάλμα. Σε αυτό το πλαίσιο η ψυχική κατάρρευση ενός μέλους της οικογένειας δεν είναι ατομική αποτυχία αλλά το σύμπτωμα μιας ευρύτερης δυσλειτουργίας της οικογένειας. Τα όρια ανάμεσα στο φυσιολογικό και το παθολογικό είναι λεπτά και ρευστά. Ο φαινομενικά υγιής αδερφός του αναρωτιέται σιωπηλά «πόσο απέχω από το να χάσω και εγώ τον έλεγχο». Οι αδερφικές σχέσεις παρουσιάζονται στο βιβλίο ως ένα πεδίο σύγκρουσης αλλά και βαθιάς αγάπης. Η αμφιθυμία υποβόσκει. Τον αγαπά τον αδερφό του αλλά το φορτίο του είναι δυσβάσταχτο. Η αδελφική εγγύτητα δεν φτάνει πάντα για να γεφυρώσει το ψυχικό χάος που μπορεί να βιώνει ο καθένας ξεχωριστά.
Στίγμα
Σημαντικό μέρος της αφήγησης αφορά στο κοινωνικό στίγμα που συνοδεύει κάθε μορφή ψυχικής δυσφορίας. Η κοινωνία εμφανίζεται ως ένας αυστηρός κριτής που απαιτεί «κανονικότητα», συμπεριφορές ελεγχόμενες, συναισθήματα με όρια. Η παραμικρή παρέκκλιση προκαλεί ανησυχία, φόβο, κουτσομπολιό. Το στίγμα αυτό επιβάλλει στους χαρακτήρες να κρύβουν την αλήθεια τους, να «μαζεύονται», να γίνονται αόρατοι ακόμη και στον ίδιο τους τον εαυτό. Δεν πολεμούν μόνο την προσωπική τους οδύνη αλλά και την ανάγκη να μην φανούν «διαφορετικοί». Η διάγνωση φέρνει ταμπέλα και η ταμπέλα στίγμα. Ο ψυχικά πάσχων δεν παλεύει μόνο με τον ίδιο του τον εαυτό, παλεύει και με τον φόβο των άλλων. Το ίδιο και η οικογένεια του.
Στο βιβλίο αποφεύγεται επιδέξια η στερεοτυπική εικόνα της ψυχικής ασθένειας. Ο Λευτέρης δεν παρουσιάζεται ούτε ως «θύμα» ούτε ως «επικίνδυνος». Είναι άνθρωπος που πονά, που φοβάται, που μπερδεύεται, που προσπαθεί. Η ασθένεια εδώ δεν είναι ηθικό στίγμα, αλλά ανθρώπινη συνθήκη.
Ελπίδα
Παρά τη σκοτεινή ατμόσφαιρα του έργου, υπάρχει μια υπόγεια, σχεδόν ανεπαίσθητη μορφή ελπίδας. Όχι η ελπίδα της κάθαρσης ή της θεραπείας αλλά η ελπίδα της προσπάθειας. Η ίδια η αφήγηση είναι μια πράξη αντίστασης, μια απόπειρα να δοθεί φωνή στο άρρητο. Και το άρρητο, όταν ειπωθεί, χάνει ένα μέρος της δύναμής του.
Ο άνθρωπος παρουσιάζεται ως ον εύθραυστο αλλά και ανθεκτικό. Ακόμη και μέσα στην καταστροφή, συνεχίζει να επιχειρεί να δώσει νόημα. Το βιβλίο επιμένει ότι η ψυχική ζωή δεν είναι μια καθαρή επιφάνεια, αλλά ένα πεδίο όπου το τότε και το τώρα, το άρρητο και το ρητό, το εύθραυστο και το ανθεκτικό συνυπάρχουν. Μας καλεί να αναγνωρίσουμε την ανθρώπινη οδύνη, να δούμε τις σιωπές που μας διαμορφώνουν, να αποδεχτούμε τη ρωγμή ως μέρος της ύπαρξής μας και να αναζητήσουμε νέους τρόπους σύνδεσης – με τους άλλους και, κυρίως, με τον ίδιο μας τον εαυτό. Η «τρίχα» που γίνεται «άλογο» δεν είναι μόνο απειλή, είναι και υπενθύμιση της ανθρώπινης ικανότητας να μεταμορφώνει την πραγματικότητα, να πλάθει νόημα μέσα στο χάος, να αντέχει το αδιανόητο. Και ίσως, κάπου στο βάθος, η τρίχα αυτή να είναι η πιο τρυφερή υπενθύμιση πως όσα μας τρομάζουν μπορούν, όταν τα αναγνωρίσουμε, να γίνουν δρόμοι ελευθερίας.
Κοινοποιήστε την ανάρτηση: